- καταζευγνύω
- κοταζευγνύω (Α)βλ. καταζεύγνυμι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταζεύγνυμι — και καταζευγνύω (Α) 1. ζευγνύω μαζί 2. στρατοπεδεύω 3. παθ. καταζεύγνυμαι α) (για ορθή γωνία) γίνομαι οξεία β) περιορίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ζεύγνυμι «ζεύω»] … Dictionary of Greek